τσευδός

τσευδός
και τσεβδός και τζευδός, -ή, -ό, Ν
ψευδός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδός, με τροπή τού -π- τού συμφωνικού συμπλέγματος -πσ- (>-ψ-) σε -τ- (πρβλ. κο-τσ-άνι* < κο-ψ-άνιον, κου-τσ-ός* < κο-ψ-ός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τσευδός — ή, ό βλ. τσεβδός, ή, ό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοτσάνι — το 1. κοινή ονομασία τού μίσχου ενός άνθους, φύλλου ή καρπού 2. φρ. «έφαγε και τα κοτσάνια» λέγεται για αδηφάγους ή και για πλεονέκτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κοψάνιον, υποκορ. τού *κόψανον (< κόπτω). Το ψ > τσ (πρβλ. ψευδός: τσευδός), με τροπή τού …   Dictionary of Greek

  • κότσαλο — το 1. μέρος τού σταχιού που δεν θρυμματίστηκε στο αλώνισμα 2. στέλεχος τού καρπού τού καλαμποκιού μετά την εκκόκκισή του. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κόψανον (< κόπτω). Το ψ > τσ (πρβλ. ψευδός: τσευδός) και το ν > λ πιθ. αναλογικά προς τα βότσαλο,… …   Dictionary of Greek

  • τζευδός — ή, ό, Ν βλ. τσευδός …   Dictionary of Greek

  • τσακώνω — και διαλ. τ. τζακώνω Ν 1. πιάνω στην τσάκα, συλλαμβάνω, παγιδεύω 2. (ειδικά) συλλαμβάνω κάποιον τη στιγμή που κάνει κάτι, ιδίως κακό («τόν τσάκωσα να κλέβει») 3. (κατ επέκτ.) πιάνω, αρπάζω 4. μέσ. τσακώνομαι φιλονικώ, διαπληκτίζομαι, μαλώνω… …   Dictionary of Greek

  • τσαλακώνω — Ν 1. διπλώνω κάτι πρόχειρα έτσι ώστε να σχηματίσει ζάρες, ζαρώνω, σουφρώνω («αφού τσαλάκωσε το χαρτί, τό πέταξε») 2. μτφ. εξευτελίζω, καταρρακώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, το ρ. τσαλακώνω συνδέεται με το ρ. ψαλάσσω «αγγίζω ελαφρά» και έχει… …   Dictionary of Greek

  • τσεβδός — ή, ό, Ν βλ. τσευδός …   Dictionary of Greek

  • τσευδίζω — και τσεβδίζω Ν [τσευδός / τσεβδός] ψευδίζω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”